κρυπτογράφος

κρυπτογράφος
ο
1. αυτός που ασχολείται με την κρυπτογράφηση και αποκρυπτογράφηση μηνυμάτων
2. είδος γραφομηχανής με την οποία κρυπτογραφείται ένα κείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυπτ- (< κρύπτω) + γράφος (< γράφω), πρβλ. καθαρο-γράφος, ορθο-γράφος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κρυπτογράφος — ο αυτός που ασχολείται με την κρυπτογράφηση κειμένων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • κρυπτ(ο)- — (AM κρυπτ[ο] , Α και κρυψι ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής το οποίο έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό γίνεται, είναι ή κάνει κάτι κρυφά, με μυστικό τρόπο (πρβλ. κρυπτογενής, κρυψίνους). Το κρυπτ(ο) ανάγεται στο επίθ …   Dictionary of Greek

  • κρυπτογραφία — Σύστημα γραφής μηνυμάτων με σκοπό τη μυστική αναμετάδοσή τους. Πιο συγκεκριμένα, αποτελεί ένα σύνολο κειμένων, πινάκων, κλειδιών και μηχανισμών διαφόρων τύπων, που επιτρέπουν να μεταβάλλεται ένα φανερό μήνυμα σε κρυπτογραφημένο ή αντίστροφα.… …   Dictionary of Greek

  • κρυπτογραφικός — ή, ό σχετικός με την κρυπτογραφία ή αναφερόμενος σε αυτήν («κρυπτογραφικός κώδικας»). επίρρ... κρυπτογραφικώς και ά με κρυπτογραφικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. κρυπτογράφος. Η λέξη μαρτυρείται από το 1878 στον Τ. Βρατσάνο] …   Dictionary of Greek

  • κρυπτογραφώ — έω γράφω με συνθηματική γραφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυπτογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στον Άγγ. Βλάχο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”